εὕδοντ'

εὕδοντ'
εὕδοντα , εὕδω
sleep
pres part act neut nom/voc/acc pl
εὕδοντα , εὕδω
sleep
pres part act masc acc sg
εὕδοντι , εὕδω
sleep
pres part act masc/neut dat sg
εὕδοντι , εὕδω
sleep
pres ind act 3rd pl (doric)
εὕδοντο , εὕδω
sleep
imperf ind mp 3rd pl
εὕδοντε , εὕδω
sleep
pres part act masc/neut nom/voc/acc dual
εὕδονται , εὕδω
sleep
pres ind mp 3rd pl
εὕδοντο , εὕδω
sleep
imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επεγείρω — ἐπεγείρω (Α) [εγείρω] 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ («μηδ εὕδοντ ἐπέγειρε», Θέογν.) 2. ξεσηκώνω, διεγείρω («τὸ πάλαι κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», Σοφ.) 3. ανορθώνω, σηκώνω επάνω 4. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) επεγρηγορώς ξύπνιος,… …   Dictionary of Greek

  • κατηρεφής — κατηρεφής, ές (Α) 1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.) 2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ. β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.) 3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”